- συμπληρωματικός
- -ή, -ό / συμπληρωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμπλήρωμα, -ατος]αυτός που συντελεί ώστε να συμπληρωθεί κάτι (α. «συμπληρωματικές διατάξεις τού νόμου» β. «συμπληρωματικές επεξηγήσεις» γ. «αἱ συμπληρωματικαὶ τοῡ σώματος ποιότητες», Γρηγ. Νύσσ.)νεοελλ.1. φυσ. χαρακτηρισμός χρώματος το οποίο όταν αναμιχθεί σε κατάλληλη αναλογία με ορισμένο άλλο χρώμα παρέχει άχρωμο αποτέλεσμα2. φρ. α) «συμπληρωματικές γωνίες»μαθημ. δύο γωνίες τών οποίων το άθροισμα ισούται με μία ορθή, δηλαδή με 90°β) «συμπληρωματικές προτάσεις»γλωσσ. οι προτάσεις που αποτελούν μέρος μιας άλλης ευρύτερης πρότασης, στα πλαίσια τής οποίας λειτουργούν είτε ως ονοματικά σύνολα είτε ως προσδιορισμοί διαφόρων ειδών και συμπληρώνουν το νόημά της, λ.χ. στη φράση «ο Γιάννης θέλησε να φύγει» η βουλητική πρόταση να φύγει είναι συμπληρωματική τής κύριας πρότασης και λειτουργεί ως αντικείμενο τού ρήματος θέλησε.επίρρ...συμπληρωματικώς / συμπληρωματικῶς ΝΜ, και συμπληρωματικά Νγια συμπλήρωση, με σκοπό να συμπληρωθεί κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.